Μετά τη
λήξη του Β΄ Παγκόσμιου Πολέμου, το 1945, η Γερμανία χωρίστηκε σε τέσσερα μέρη
τα οποία διοικούσαν οι σύμμαχοι : Η.Π.Α., Σοβιετική Ένωση (Ρωσία), Γαλλία και
Μεγάλη Βρετανία. Με ανάλογο τρόπο χωρίστηκε και το Βερολίνο, σύμφωνα με
αποφάσεις της συνόδου της Γιάλτας. Το ίδιο διάστημα ξεκίνησε ο Ψυχρός Πόλεμος.
Το 1948 σημειώθηκε η πρώτη μεγάλη κρίση με αποτέλεσμα τον αποκλεισμό του
Βερολίνου από την Σοβιετική Ένωση. Έτσι διαιρέθηκε η χώρα σε δύο ζώνες: τα μέρη
που ανήκαν στην Αγγλία, τη Γαλλία και
την Αμερική ενώθηκαν σε ένα κράτος την Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της
Δυτικής Γερμανίας και το μέρος που ανήκε
στη Σοβιετική Ένωση, υιοθετώντας το κομμουνιστικό πολίτευμα, αποτέλεσε το
Ανατολικό Πολίτευμα. Από το
1952 τα σύνορα διαχωρισμού της Δυτικής με την Ανατολική Γερμανία προστατευόταν
από συρματοπλέγματα και φυλασσόταν.
Μέχρι
το 1961 τα δύο κράτη κρατούσαν φιλικές σχέσεις μεταξύ τους, με το Δυτικό κράτος
να υπερισχύει σε όλους τους τομείς. Γύρω στα 2.5 εκατομμύρια πολίτες
μετανάστευσαν από το Ανατολικό στο Δυτικό Βερολίνο μεταξύ 1949-1961. Οι
ανατολικοί γερμανοί πήγαιναν στη δυτική Γερμανία για να διασκεδάσουν, να
ψωνίσουν πράγματα που εισάγονταν σ’ αυτή (καθώς οι ανατολικοί, έχοντας κομμουνιστικό
πολίτευμα, δεν μπορούσαν να κάνουν εισαγωγές στη χώρα τους από τις άλλες χώρες
της Ευρώπης και του υπόλοιπου κόσμου). Γι’ αυτούς, η Δυτική Γερμανία ήταν ένας
μέρος ελευθερίας, με μεγάλες ποικιλίες στα υλικά αγαθά και ακόμη τους πρόσφερε
δουλειά.
Η ανέγερση του Τείχους, η επιχείρηση « κινέζικο
τείχος » , όπως ονομάστηκε, ήταν απόφαση του Βάλτερ Ούλμπριχτ (Walter Ulbricht), γενικού γραμματέα του τότε
Σοσιαλιστικού Κόμματος Ενότητας της Ανατολικής Γερμανίας, ο οποίος δύο μήνες
πριν διαβεβαίωνε τον κόσμο στις ομιλίες του ότι: «…κανείς δεν σκοπεύει να
αναγείρει κανένα τείχος». Τους τελευταίους μήνες, ενώ οι κάτοικοι φεύγουν κατά
χιλιάδες από τη χώρα, το κράτος προσπαθεί να σωθεί γεμίζοντας τις πόλεις με
αστυνομικούς. Στις 13 Αυγούστου 1961, ημέρα Κυριακή, στη 1:11 τα ξημερώματα οι
δυνάμεις ασφαλείας άρχισαν να περικλείουν εντός τειχών το Ανατολικό τμήμα του
Βερολίνου. Ο πρόεδρος της ανατολικής Γερμανίας, Έριχ Χόνεκερ, δήλωσε ότι «
το αντιφασιστικό προστατευτικό τείχος έχει ως σκοπό την προστασία της ειρήνης».
Ακόμη, δικαιολόγησαν αυτή τους την κίνηση, λέγοντας πως αν δεν έπαιρναν μια
τέτοιου είδους απόφαση, στο μέλλον το ανατολικό Βερολίνο θα αντιμετώπιζε
προβλήματα στην οικονομία (δεν θα μπορούσε πλέον να ανταπεξέλθει στα έξοδα) και
θα έχαναν τον έλεγχο, αφού δεν λαμβανόταν μέτρα στη διαφυγή του κόσμου από τη
μια πλευρά στην άλλη. Η επικοινωνία οποιασδήποτε μορφής του Ανατολικού με του
Δυτικού Βερολίνου διακόπηκε, και 16 εκατομμύρια γερμανοί εγκλωβίστηκαν. Αρχικά πρόκειται για ένα φράχτη από
συρματόπλεγμα ο οποίος σταδιακά εξελίσσεται σε ένα σύμπλεγμα από σειρές
τείχους, ενισχυμένους φράχτες, θέσεις βολής και πύργους ελέγχου.
Το
τείχος μήκους 150χλμ. χωρίζει οικογένειες και σπίτια στη μέση. Έτσι, σπίτια που
βρισκόταν στο όριο της διαχωριστικής γραμμής γκρεμίστηκαν, άνθρωποι
αναγκάστηκαν να εγκατασταθούν αλλού, οικογένειες χωρίστηκαν, δουλειές χάθηκαν.
Όλες οι συγκοινωνίες μεταξύ των δύο τομέων της πόλης διακόπηκαν. Το Βερολίνο
χωρίστηκε στα δύο και οι κάτοικοί του έμαθαν να ζουν σαν «ξένοι στην ίδια
πόλη». Τα σύνορα δεν θα επιτρεπόταν να περνούν οι πολίτες του Ανατολικού
Βερολίνου, χωρίς ειδική άδεια.
Το τείχος ήταν η καλύτερη λύση
που μπόρεσε να βρει το κομμουνιστικό κίνημα της Ανατολικής Γερμανίας ώστε να
κρατήσει, να εγκλωβίσει στην ουσία τους κατοίκους του. Πίστευαν ότι με αυτόν
τον τρόπο θα ήταν πιστός ο λαός τους και δεν θα επηρεαζόταν από τους δυτικούς.
Θα είχαν τον πλήρη έλεγχο στα πάντα. Κάτι το οποίο πέτυχαν σε μεγάλο βαθμό.Το
Τείχος του Βερολίνου χτίστηκε τρεις φορές κατά τη διάρκεια των 28 χρόνων που
υπήρχε, λόγω φθορών που υπέστη.
Οι
Δυτικοί είδαν το γεγονός αυτό με μεγαλύτερη ψυχραιμία από τους ανατολικοβερολινέζους.
Θεώρησαν ότι με το τείχος παγιωνόταν το καθεστώς του Βερολίνου. Ο Κένεντυ, που
ήταν ο καινούριος πρόεδρος των Ηνωμένων Πολιτειών, διατήρησε την προσβασιμότητα
και βιωσιμότητα του Δυτικού Βερολίνου. Μάλιστα, για να επιβεβαιώσει ότι οι
προσβάσεις στην πόλη ήταν ανοιχτές, έστειλε 1.500 στρατιώτες μέσω της οδού τράνζιτ που τη συνέδεε με τη
Δυτική πλευρά της Γερμανίας, περνώντας από το ανατολικογερμανικό έδαφος.
Οι
κάτοικοι του Δυτικού Βερολίνου δεν μπορούσαν πλέον να εισέρχονται στην Ανατολική
Γερμανία ήδη από το 1952. Μετά από επίμονες διαπραγματεύσεις, συμφωνήθηκε το
1963 μια ρύθμιση που επέτρεπε μερικές χιλιάδες δυτικοβερολινέζους να
επισκέπτονται συγγενείς τους που βρισκόταν στις Ανατολικές συνοικίες της πόλης,
τα Χριστούγεννα μόνο.
Αρκετοί
ήταν οι τολμηροί και ανέλπιστοι ανατολικοβερολινέζοι που προσπάθησαν να
περάσουν από το Ανατολικό προς το Δυτικό τμήμα με κάθε τρόπο. Άλλοι πηδούσαν
από τα παράθυρα των σπιτιών που βρισκόταν δίπλα στα σύνορα του τείχους (τα
οποία σύντομα σφραγίστηκαν από τις αρχές), άλλοι παραβίαζαν τα σημεία ελέγχου,
πολλοί χρησιμοποιούσαν ακόμη και αερόστατα προκειμένου να περάσουν στην Δυτική
Γερμανία. Αρκετοί μάλιστα έσκαψαν τούνελ τα οποία να συνδέουν την μια με την
άλλη πλευρά του Βερολίνου. Πολλοί ήταν αυτοί που συνελήφθησαν αλλά και
εκτελέστηκαν από τους φύλακες.
Δεν γνωρίζουμε ακόμη και σήμερα ποιος
ήταν ο αριθμός αυτών που θυσιάστηκαν για νε περάσουν το τείχος, αλλά
υπολογίζεται ότι φτάνουν τους 246. Σύμφωνα με εκτιμήσεις, γύρω στους 75.000
άνθρωποι σύρθηκαν στα δικαστήρια της Ανατολικής Γερμανίας, με την κατηγορία της
″εγκατάλειψης της χώρας″. Το αδίκημα αυτό τιμωρούνταν με ποινές κάθειρξης μέχρι
και 8 χρόνια, ενώ όποιος κατά την απόπειρα είχε πάνω του όπλο ή προκαλούσε
καταστροφές των συνοριακών εγκαταστάσεων, καθώς και όσοι βοηθούσαν στην
εγκατάλειψη της χώρας, μπορούσαν να τιμωρηθούν και ισόβια.
Οι συνθήκες στο Ανατολικό Βερολίνο
για τους κατοίκους ήταν πολύ δύσκολες. Μέρα με τη μέρα οι απαγορεύσεις
πλήθαιναν όπως επίσης και οι περιορισμοί. Το κομμουνιστικό κόμμα έκοψε κάθε
είδους επαφή που θα μπορούσε να έχει το Ανατολικό με το Δυτικό Βερολίνο. Οι
τηλεφωνικές γραμμές ήταν ελάχιστες και
ελεγχόμενες. Σε πολλά σπίτια μάλιστα είχαν χτίσει τα παράθυρα ώστε να μην
μπορούν ούτε καν να βλέπουν την άλλη πλευρά του Βερολίνου. Τα άτομα που
κυκλοφορούσαν στους δρόμους ήταν πολύ λίγα και τα παιδιά είχαν ένα αυστηρό
πρόγραμμα. Αρκετοί ήταν αυτοί που έχασαν τις δουλειές τους και τις οικογένειες
τους.
Υπολογίζεται ότι γύρω στους 10.000
ανατολικοβερολινέζους προσπάθησαν να δραπετεύσουν αλλά μόνο οι μισοί τα
κατάφεραν. Μέχρι και στρατιώτες της Ανατολικής πλευράς προσπάθησαν να
δραπετεύσουν.
Με το άνοιγμα των συνόρων άλλων
σοσιαλιστικών χωρών προς τη Δύση, ένα νέο κύμα ανατολικογερμανών πολιτών,
διέφευγε στη Δυτική Γερμανία μέσω των κρατών : Ουγγαρία, Αυστρία, Βαρσοβία,
Πράγα. Χιλιάδες άνθρωποι, εγκατέλειπαν μέρα με τη μέρα την Ανατολική Γερμανία
και περνούσαν στην άλλη πλευρά του τείχους. Αυτό προκάλεσε σύγχυση στην
κυβέρνηση του Ανατολικού Βερολίνου κι έτσι οργανώθηκε μια σύσκεψη με σκοπό την
εύρεση λύσεων για αυτό το θέμα. Ο Γκύντερ Σαμπόβσκι που ήταν ο τρίτος
γραμματέας του κομμουνιστικού κόμματος στο Ανατολικό Βερολίνο, έδωσε στις 9
Νοεμβρίου 1989 μια συνέντευξη τύπου σε ξένους ανταποκριτές. Κάποια στιγμή
αναφέρει ότι η απόφαση που πάρθηκε στο συμβούλιο ήταν μια αλλαγή διατάξεων περί
ταξιδίων προς το εξωτερικό. Είπε: « …κατάργηση των περιορισμών…ελέυθερη
διακίνηση…» . Τότε τον ρωτά ένας Ιταλός δημοσιογράφος « από πότε θα
ισχύει αυτό;» και η απάντηση που πήρε ήταν «απ’όσο ξέρω…από τώρα,
αμέσως». Η ατμόσφαιρα εκείνη τη στιγμή ξαφνικά ηλεκτρίστηκε. Οι
δημοσιογράφοι εγκατέλειψαν κατευθείαν
και κατευθύνθηκαν στην αίθουσα τύπου. Στις 7.05 μ.μ. το πρακτορείο
Associated Press χρησιμοποιεί ως πρώτο τον όρο “άνοιγμα των συνόρων”. Λίγα
λεπτά αργότερα, η γερμανική τηλεόραση επιβεβαιώνει ότι η Ανατολική Γερμανία ανοίγει οριστικά τα σύνορα.
Βέβαια η πραγματικότητα ήταν διαφορετική. Σύμφωνα με την Κεντρική Επιτροπή, το
άνοιγμα των συνόρων θα γινόταν στις 4 π.μ. την επόμενη μέρα, έτσι ώστε να
υπάρξει χρόνος για την ειδοποίηση των συνοριακών αρχών και η όλη υπόθεση να
φανεί σαν κάτι που ελέγχουν πλήρως οι ανατολικογερμανικές αρχές. Ο Σαμπόβσκι,
είπε αργότερα ότι παρέβλεψε τα ψιλά γράμματα που διευκρίνιζαν κάτι τέτοιο. «αυτό
ήταν που προκάλεσε το χάος στα σύνορα, με αποτέλεσμα να χάσουμε μαζί με τον
έλεγχο και την πολιτική ηγεμονία».
Η αντίδραση του κόσμου ήταν άμεση.
Χιλιάδες άνθρωποι σπεύδουν στο Τείχος και απαιτούν από τους φύλακες να τους
αφήσουν να περάσουν από την άλλη πλευρά. Σε λίγες ώρες, σηκώθηκαν οι μπάρες
ανάμεσα και στα δύο τμήματα της πόλης, ενώ πολλοί νεαροί οπλισμένοι με σφυριά,
αρχίζουν να ανοίγουν τρύπες στον Τείχο. « Ήταν το πιο θορυβώδες πάρτι που
έγινε ποτέ τη νύχτα» έγραψε μια εφημερίδα. «το μεγαλύτερο με
συμμετοχή 3,5 εκατομμυρίων Βερολινέζων από Ανατολή και Δύση». Το κυρίαρχο
σύνθημα εκείνο το βράδυ ήταν « όποιος κοιμάται απόψε είναι νεκρός».
Οι κάτοικοι του Δυτικού Βερολίνου
δέχτηκαν τους πολίτες του Ανατολικού Βερολίνου με ενθουσιασμό. Οι πιο πολλές
μπυραρίες στην περιοχή του τείχους πρόσφεραν δωρεάν μπύρα, τα αυτοκίνητα
άρχισαν να κορνάρουν και άγνωστοι μεταξύ
τους άνθρωποι αγκαλιαζόταν και πανηγύριζαν όλοι μαζί. Αρκετοί ήταν αυτοί που
πέρασαν την απροσπέλαστη εως τότε Πύλη του Βραδεμβούργου. Όλοι οι Γερμανοί που
ήταν μαζεμένοι στο Τείχος εκείνη τη στιγμή, τραγούδησαν αυτόματα τον εθνικό
ύμνο της Γερμανίας.
Η πτώση του Τείχους σηματοδότησε την
έναρξη των διαδικασιών για την ένωση της Γερμανίας που οριστικοποιήθηκε στις 3
Οκτωβρίου του 1990. Τελικά, το Μάρτιο του 1990 έγιναν εκλογές και ψηφίστηκε
ομόφωνα η επανένωση της Γερμανίας. Από τότε ουσιαστικά έπαψε να ισχύει το
Τείχος.
Το Τείχος του Βερολίνου ήταν το σύμβολο
Ψυχρού Πολέμου και σύμφωνα με την ακραία αντικομουνιστική ορολογία «μνημείο του
Σιδηρού Παραπετάσματος». Το τείχος του
Βερολίνου δεν χώρισε μόνο μια πόλη αλλά μια ολόκληρη εποχή σε δύο κομμάτια με
αγεφύρωτες αντιθέσεις που σφράγισαν το τελευταίο μισό του 20ου
αιώνα.
Το Τείχος έγινε το σύμβολο του χωρισμού,
του χωρισμού της Γερμανίας, του χωρισμού της Ευρώπης, του χωρισμού των
κομμουνιστών ανατολικών από τους δημοκράτες δυτικούς. Οι μεν ανατολικοί
παρουσίαζαν το Τείχος σαν ένα προστατευτικό κέλυφος γύρω από το Ανατολικό
Βερολίνο και οι δε δυτικοί, τον παρουσίαζαν σαν να ήταν ένας τείχος της
φυλακής.
Σήμερα λίγα κομμάτια του Τείχους
έχουν απομείνει αφού το μεγαλύτερο μέρος του έχει κατεδαφιστεί. Τρία τμήματα
μένουν ακόμα όρθια: ένα μήκους 80 μέτρων τμήμα του «πρώτου Τείχους» στο σημείο
που βρισκόταν τα αρχηγεία της Γκεστάπο (ανάμεσα στο σημείο ελέγχου Τσάρλι και
την πλατεία Ποτσντάμερ), ένα μακρύτερο τμήμα του δεύτερου τείχους, κατά μήκος
του ποταμού Σπρε, κοντά στη γέφυρα Oberbaumbrücke, γνωστό σήμερα ως East Side
Gallery, και ένα τρίτο τμήμα στην Bernauer Straße το οποίο μετατράπηκε σε
μνημείο το 1999.
Σε πολλά τουριστικά σημεία της
πόλης, ο Δήμος έχει τοποθετήσει πέτρινες πλάκες κατά μήκος της διαδρομής του
Τείχους και μεταλλικές επιγραφές που αναγράφουν: “Berliner Mauer 1961-1989”.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου