"Ο ιδανικός δάσκαλος είναι εκείνος που γίνεται γέφυρα
για να περάσει αντίπερα ο μαθητής του κι όταν πια
του έχει διευκολύνει το πέρασμα, αφήνεται χαρούμενα
να γκρεμιστεί,ενθαρρύνοντας το μαθητή του
να φτιάξει δικές του γέφυρες" (Νίκος Καζαντζάκης)

Δευτέρα 19 Μαΐου 2014

Το Γερμανικό Εκλογικό Σύστημα

   

Με αφορμή τις επερχόμενες ευρωεκλογές και μένοντας στο εκλογικό κλίμα των ημερών, θεώρησα καλή συγκυρία να παρουσιάσω το εκλογικό σύστημα της Γερμανίας. Η Γερμανία είναι ομοσπονδιακή  Δημοκρατία και ονομάζεται Bundesrepublik Deutschland. Αποτελείται από 16 κρατίδια, τα οποία είναι σχετικά αυτόνομα και καθορίζουν το καθένα μόνο του, ζητήματα όπως της παιδείας, της αστυνόμευσης κ.ά. Η κεντρική κυβέρνηση χαράζει μόνο την γενικότερη πολιτική γραμμή έχοντας την αποκλειστική ευθύνη για την άμυνα, την εξωτερική και οικονομική πολιτική. Τα πολιτικά όργανα του κάθε κρατιδίου είναι η βουλή (Landtag), η κυβέρνηση με τους διάφορους υπουργούς της και ένας πρωθυπουργός, ενώ της κεντρικής κυβέρνησης είναι το Bundestag και το Bundesrat. To Bundesrat, μια δεύτερη βουλή, αποτελείται από εκπροσώπους των κρατιδίων. Οι βουλευτικές εκλογές για το Bundestag γίνονται κάθε τέσσερα χρόνια. Εκλογικό δικαίωμα έχουν όλοι οι πολίτες άνω των 18 ετών, όπως και στην Ελλάδα. Οι βουλευτές εκλέγουν τον Καγκελάριο, τον αρχηγό της κυβέρνησης, που αντιστοιχεί στον δικό μας πρωθυπουργό και διορίζει τους υπουργούς. Τέλος ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας έχει στην Γερμανία, όπως και στην Ελλάδα, εθιμοτυπικές κυρίως αρμοδιότητες.

  Η Ομοσπονδιακή Βουλή αποτελείται από τουλάχιστον 598 βουλευτές, οι οποίοι εκλέγονται από τους ψηφοφόρους με βάση δύο ξεχωριστά ψηφοδέλτια. Οι ειδικοί μιλούν για ένα μικτό εκλογικό σύστημα, το οποίο παρουσιάζει χαρακτηριστικά τόσο του πλειοψηφικού, όσο και του αναλογικού συστήματος. Σε αυτό το εκλογικό σύστημα, που εφαρμόζεται από το 1953, οι ψηφοφόροι μπορούν επίσης να "μοιράσουν" την ψήφο τους. Η μία ψήφος μπορεί να είναι υπέρ του υποψηφίου ενός κόμματος, ενώ η άλλη μπορεί να είναι υπέρ διαφορετικού κόμματος. Με αυτό τον τρόπο μπορεί να ευνοηθεί η λύση ενός δικομματικού συνασπισμού, όπου λόγου χάρη η πρώτη ψήφος δίνεται στον υποψήφιο ενός μεγάλου κόμματος, ενώ η δεύτερη ψήφος σε ένα μικρό κόμμα, που δεν διατηρεί πολλές ελπίδες εκλογής στη συγκεκριμένη περιφέρεια.
   Το πολιτικό σύστημα της Γερμανίας στοχεύει στη σταθερότητα. Για να αποτραπεί ο κατακερματισμός, τα κόμματα συμμετέχουν στην κατανομή βουλευτικών εδρών μόνο, εφόσον κατακτήσουν σε ολόκληρη την επικράτεια τουλάχιστον 5% των ψήφων των κομματικών ψηφοδελτίων, ή τρεις ονομαστικές βουλευτικές έδρες με βάση τα ονομαστικά ψηφοδέλτια. Το όριο αυτό καθιερώθηκε το 1953. Ιστορικό υπόβαθρο της απόφασης αυτής αποτέλεσαν οι αρνητικές εμπειρίες από τα χρόνια της Δημοκρατίας της Βαϊμάρης, όταν ένα ευρύ φάσμα βουλευτών διαφορετικών κομμάτων δυσχέραινε σε μεγάλο βαθμό τη δημιουργία πλειοψηφιών και τη συγκρότηση κυβερνήσεων.
Το όριο εισόδου στο κοινοβούλιο δεν αποκλείει το ενδεχόμενο σχηματισμού νέων κομμάτων. Το 1983 οι Πράσινοι (Grüne) εξασφάλισαν για πρώτη φορά την παρουσία τους στην Ομοσπονδιακή Κάτω Βουλή. Το 1998 το PDS σημείωσε ανάλογη επιτυχία εξασφαλίζοντας το 5,1% των κομματικών ψηφοδελτίων.
    Στη γερμανική πολιτική σκηνή τα κόμματα κατέχουν πρωταγωνιστικό ρόλο. Βάσει του Συντάγματος συμμετέχουν στη διαμόρφωση της πολιτικής βούλησης. Στην πραγματικότητα, όμως, διαμορφώνουν την πολιτική συζήτηση και επηρεάζουν σε μεγάλο βαθμό την κυβέρνηση. Δεν απαιτείται κρατική άδεια για τη λειτουργία των κομμάτων. Πρέπει μόνο να είναι καταχωρημένα από την Ομοσπονδιακή Υπηρεσία Διεξαγωγής Εκλογών. Βάσει του καταστατικού και του προγράμματος ελέγχεται, αν πρόκειται πράγματι για πολιτικό κόμμα. Οι στόχοι και η ιδεολογία του εκάστοτε κόμματος δεν παίζουν κανένα ρόλο στη διαδικασία αυτή. Ένα κόμμα καθίσταται ανενεργό, όταν δεν συμμετέχει για έξι χρόνια σε καμία εκλογική αναμέτρηση. Η χρηματοδότηση των κομμάτων ρυθμίζεται νομοθετικά. Λαμβάνουν κρατικές επιχορηγήσεις, οι οποίες εξαρτώνται κυρίως από το εκλογικό αποτέλεσμα. Η προέλευση και η αξιοποίηση των πόρων πρέπει να δημοσιοποιούνται. Μόνο το Ομοσπονδιακό Συνταγματικό Δικαστήριο μπορεί να αποφασίσει την απαγόρευση ενός κόμματος. Στην περίπτωση αυτή θα πρέπει να αποδειχθεί, ότι το εν λόγω κόμμα περιορίζει ή απειλεί την ελευθερία και τη δημοκρατική τάξη.
    Ο/η καγκελάριος ψηφίζεται από την Ομοσπονδιακή Κάτω Βουλή μετά από πρόταση του Προέδρου της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας. Εκείνος ή εκείνη κατέχει την ανώτερη θέση στην κυβέρνηση. Οι Ομοσπονδιακοί Υπουργοί χρίζονται κατόπιν προτάσεως του/της καγκελαρίου. Μαζί με τον/την αρχηγό της κυβέρνησης, οι υπουργοί συγκροτούν την Ομοσπονδιακή Κυβέρνηση. Ο/η καγκελάριος καθορίζει τις κατευθυντήριες γραμμές της πολιτικής. Η πρόεδρος των Γερμανών Χριστιανοδημοκρατών (CDU), Άνγκελα Μέρκελ, είναι από το 2005 η πρώτη γυναίκα στο θώκο της καγκελαρίας.
Από τις πρώτες ομοσπονδιακές εκλογές του 1949, συνολικά επτά άνδρες και μία γυναίκα καθόρισαν τη μοίρα, κατ' αρχήν της Δημοκρατίας της Βόννης και μετά το 1990 τη μοίρα ολόκληρης της Γερμανίας. Ο Χέλμουτ Κολ της CDU κυβέρνησε επί 16 έτη, αποτελώντας τον μακροβιότερο Ομοσπονδιακό Καγκελάριο. Στα χρόνια της διακυβέρνησής του πραγματοποιήθηκε η επανένωση της Γερμανίας (1990).

Γερμανοί Ομοσπονδιακοί Καγκελάριοι:

Κόνραντ Άντεναουερ (CDU) 15.09.1949 – 15.10.1963
Λούντβιχ Έρχαρτ (CDU) 16.10.1963 – 01.12.1966
Κουρτ Γκέοργκ Κίζινγκερ (CDU) 01.12.1966 – 21.10.1969
Βίλυ Μπραντ (SPD) 21.10.1969 – 07.05.1974
Χέλμουτ Σμιτ (SPD) 16.05.1974 – 01.10.1982
Χέλμουτ Κολ (CDU) 01.10.1982 – 26.10.1998
Γκέρχαρντ Σρέντερ (SPD) 27.10.1998 – 22.11.2005
Άνγκελα Μέρκελ (CDU) 22.11.2005 -


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου