"Ο ιδανικός δάσκαλος είναι εκείνος που γίνεται γέφυρα
για να περάσει αντίπερα ο μαθητής του κι όταν πια
του έχει διευκολύνει το πέρασμα, αφήνεται χαρούμενα
να γκρεμιστεί,ενθαρρύνοντας το μαθητή του
να φτιάξει δικές του γέφυρες" (Νίκος Καζαντζάκης)

Δευτέρα 13 Ιανουαρίου 2014

Τυπικά λάθη κατά την εκμάθηση της γερμανικής γλώσσας

Η θεωρία της γλωσσικής αντιπαράθεσης υποστηρίζει, ότι η εκμάθηση της πρώτης γλώσσας επηρεάζεται από την εκμάθηση της δεύτερης γλώσσας, μεταφέροντας στοιχεία της δομής της πρώτης γλώσσας, στην γλώσσα στόχου. Όταν τα στοιχεία της δομής των δύο γλωσσών δεν συμπίπτουν, έχουμε αρνητική μεταφορά, με αποτέλεσμα να προκύπτουν γραμματικά και συντακτικά λάθη. Ορισμένες βασικές διαφορές, ως προς την δομή, ανάμεσα στην ελληνική και την γερμανική γλώσσα, έχουν οδηγήσει στην διαμόρφωση κάποιων επαναλαμβανόμενων λαθών. Τα "τυπικά" αυτά λάθη εντοπίζονται σε τρεις τομείς:α) στην προφορά, β)στην γραμματική και γ) στο συντακτικό.


Προφορά

Σχετικά με την προφορά των φωνηέντων και των συμφώνων, οι βασικές διαφορές ανάμεσα στην γερμανική και την ελληνική γλώσσα είναι οι εξής: στην γερμανική γλώσσα συναντούμε μακρά και βραχέα φωνήεντα, ενώ στην ελληνική μόνο βραχέα. Τα βραχέα της γερμανικής είναι ανοιχτά και τα μακρά είναι κλειστά, στα ελληνικά, αντιθέτως, δεν υπάρχει αυτός ο διαχωρισμός, είναι ανοιχτά ή κλειστά ανάλογα με τον φθόγγο. Επιπλέον στα γερμανικά φωνήεντα μπαίνουν ορισμένες φορές τα λεγόμενα Umlaut, τα οποία αλλάζουν την προφορά των φωνηέντων, κάτι το οποίο στα ελληνικά δεν υπάρχει.
Σχετικά με τα σύμφωνα παρατηρείται, ότι ο φθόγγος <h> , που προφέρεται αχνά στην αρχή της συλλαβής μιας γερμανικής λέξης, δεν υπάρχει στην ελληνική γλώσσα. Η γερμανική γλώσσα, επίσης, έχει δύο διαφορετικά <R>, το Zapfchen-R και το Zugenspitze-R, το R δηλαδή που προφέρεται με την σταφυλή και το R που προφέρεται με την άκρη της γλώσσας. Στα ελληνικά  υπάρχει μόνο το <ρ>, που προφέρεται με την άκρη της γλώσσας. Επιπλέον στα γερμανικά συναντούμε το σύμπλεγμα συμφώνων <sch>, που διαβάζεται σαν ένα παχύ <σ>, ενώ στην ελληνική γλώσσα δεν υπάρχει κάτι αντίστοιχο. Σχετικά με τα σύμφωνα παρατηρούμε επίσης, ότι ορισμένες φορές τα σύμφωνα g,b,d, της γερμανικής σκληραίνουν στην προφορά, ακούγονται πιο τραχιά, ενώ στα ελληνικά δεν συμβαίνει κάτι τέτοιο.
 Όσον αφορά τον ρυθμό με τον οποίο μιλιούνται οι δύο γλώσσες, διαπιστώνουμε ότι στα γερμανικά χωρίζουμε τα όρια της κάθε λέξης τονίζοντάς την καθώς μιλάμε, ενώ στα ελληνικά υπάρχει συνεχείς ρυθμός στον λόγο.

Γραμματική - Συντακτικό

Ένα από τα πιο τυπικά λάθη που γίνονται κατά την εκμάθηση της γερμανικής γλώσσας από Έλληνες, είναι ο σχηματισμός του συγκριτικού βαθμού. Στα γερμανικά ο συγκριτικός βαθμός σχηματίζεται με την προσθήκη της κατάληξης er, στο τέλος της λέξης. Δεν σχηματίζεται περιφραστικά με το επίρρημα mehr. Αντιθέτως στα ελληνικά μπορούμε να συγκρίνουμε με δύο τρόπους: είτε να προσθέσουμε την κατάληξη –ύτερος-η-ο, είτε να χρησιμοποιήσουμε το επίρρημα πιο. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα να εντοπίζονται πολλές φορές λάθη, όπως για παράδειγμα η φράση mehr schnell, και όχι schneller που είναι το σωστό.
Στις γερμανικές δευτερεύουσες προτάσεις η θέση του ρήματος βρίσκεται πάντοτε στο τέλος. Στις ελληνικές δευτερεύουσες προτάσεις αντίθετα δεν υπάρχει αυτός ο κανόνας.
Ένα άλλο διαφορετικό στοιχείο που δυσχεραίνει την εκμάθηση της γερμανικής γλώσσας από τους Έλληνες είναι το γένος των άρθρων. Το γένος των λέξεων της γερμανικής γλώσσας προσδιορίζεται από το άρθρο. Συμβαίνει όμως μερικές φορές τα άρθρα να υποδηλώνουν γένος διαφορετικό από αυτό της ελληνικής γλώσσας, με αποτέλεσμα να δημιουργείται σύγχυση. Η λέξη Welt για παράδειγμα έχει το άρθρο die,που είναι θηλυκού γένους, στα ελληνικά όμως λέμε ο κόσμος, χρησιμοποιούμε δηλαδή αρσενικό γένος. Συναντούμε οπότε αρκετές φορές την λανθασμένη λέξη das Welt.
Μια επιπλέον διαφοροποίηση ανάμεσα στα ελληνικά και τα γερμανικά είναι η χρήση των συνδέσμων als και wenn. Ο σύνδεσμος als χρησιμοποιείται για μια πράξη που έγινε στο παρελθόν και πρόκειται για μία μόνο φορά, ενώ ο σύνδεσμος wenn έχει την ίδια σημασία αλλά χρησιμοποιείται για κάτι επαναλαμβανόμενο. Στους Έλληνες που μαθαίνουν την ελληνική γλώσσα, αυτός ο διαχωρισμός δεν είναι οικείος, διότι στα ελληνικά και για τις δύο περιπτώσεις χρησιμοποιούμε τον χρονικό σύνδεσμο όταν. Συνεπώς βλέπουμε αρκετές φορές την φράση wenn wir Kinder warenη οποία είναι λάθος. Το σωστό θα ήταν να χρησιμοποιήσουμε  τον σύνδεσμο als (als wir Kinder waren).
Η χρήση των απαρεμφάτων της γερμανικής γλώσσας δεν συνοδεύεται από την πρόθεση zu (=να). Στα ελληνικά, αντιθέτως, χρησιμοποιούμε την πρόθεση να πριν το απαρέμφατο. Η διαφορά αυτή δεν γίνεται πάντα κατανοητή από τους Έλληνες που μαθαίνουν γερμανικά, με αποτέλεσμα η φράση, παραδείγματος χάρη, Wir wollen etwas zu machen, να μοιάζει ότι είναι σωστή, συγκρινόμενη με την αντίστοιχη ελληνική φράση Θέλουμε κάτι να κάνουμε. Στα γερμανικά το σωστό θα ήταν να πούμε Wir wollen etwas machen.
Έχει επίσης διαπιστωθεί, ότι πολλές φορές γίνεται λανθασμένη χρήση της αναφορικής αντωνυμίας. Στις γερμανικές δευτερεύουσες αναφορικές προτάσεις, το υποκείμενο της πρότασης δεν συνοδεύεται από το άρθρο του, κάτι το οποίο δεν ισχύει στα ελληνικά. Η ελληνική φράση «Φοιτητές, των οποίων οι βαθμοί δεν είναι καλοί, πρέπει να διαβάζουν εντατικότερα», μεταφερόμενη αυτούσια στην γερμανική γλώσσα γίνεται «Studentenderen die Νoten schlecht sindmüssen intensiver lernen». Η χρησιμοποίηση του άρθρου die όμως δεν είναι σωστή.
Εκτός από αυτούς τους διαφορετικούς κανόνες μεταξύ των δύο γλωσσών, οι οποίοι οδηγούν σε Interferenzfehler, σε λάθη δηλαδή που προκύπτουν από αυτούσια μεταφορά του κανόνα στην γλώσσα στόχου, υπάρχουν και ορισμένες τυπικές φράσεις στην γερμανική γλώσσα, τις οποίες συχνά βλέπουμε λάθος, για τον ίδιο ακριβώς λόγο. Η φράση για παράδειγμα, κάνω μάθημα, στα γερμανικά είναι Stunden nehmen και όχι Stunden machen. Καθημερινές φράσεις της ελληνικής γλώσσας συχνά χρησιμοποιούνται με την ίδια μορφή στα γερμανικά, με αποτέλεσμα να είναι λάθος. Στην γερμανική γλώσσα δεν υπάρχει η φράση Ich gehe gut, ενώ στα ελληνικά λέμε συχνά Πάω καλά, με την σημασία ότι είμαι καλά, κάνω κάτι σωστά.
Ένα επίσης πολύπλοκο θέμα για τους Έλληνες που διδάσκονται γερμανικά είναι οι προθέσεις. Αρκετά συχνά η έννοια της κάθε πρόθεσης παρερμηνεύεται, συγκρινόμενη πάντοτε με την αντίστοιχη ελληνική, συνεπώς βλέπουμε ορισμένες φορές φράσεις όπως fümeine Hausarbeit schreiben(=γράφω κάτι για την εργασία μου) ενώ θα έπρεπε να πούμε :an meiner Hausarbeit schreiben.
Ολοκληρώνοντας όλα τα διαφορετικά στοιχεία γραμματικής και συντακτικού ανάμεσα στην γερμανική και την ελληνική γλώσσα, πρέπει να αναφερθεί η σύγχυση που προκαλεί η πληθώρα ρημάτων της γερμανικής με πανομοιότυπη σημασία.
Στο ελληνικό ρήμα φτιάχνω, αντιστοιχούν τα γερμανικά ρήματα anfertigenbauenmachen, και zubereiten. Εύλογα, λοιπόν, ένας Έλληνας δυσκολεύεται να αφομοιώσει την ερμηνευτική διαφορά που υφίσταται ανάμεσα στα ρήματα αυτά.
Αναμφίβολα πρόκειται για τυπικά, επαναλαμβανόμενα λάθη που έχουν διαπιστωθεί, κατά την εκμάθηση της γερμανικής γλώσσας από Έλληνες. Το γεγονός αυτό όμως δεν αποκλείει το ενδεχόμενο, να μην σημειωθούν αυτά τα λάθη, που προκύπτουν από μεταφορά κανόνων της ελληνικής γλώσσας ή από την άγνοια κανόνων της γερμανικής.


6 σχόλια:

  1. Ενδιαφέρον!! Γίνεται να παρουσιάσεις κάποια στιγμή τις συντακτικές και γραμματικές αντιστοιχίες των γερμανικών με τα αρχαία ελληνικά;; ευχαριστώ!!

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  2. Πολύ ενδιαφέρουσα ιδέα...προσεχώς!

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  3. Ναι όντως!
    Η νεοελληνική γλώσσα έχει εχει βραχέα... στην αρχαια όμως συνανταμε κ' μακρά. :)

    ΑπάντησηΔιαγραφή
    Απαντήσεις
    1. Αυτό το σχόλιο αφαιρέθηκε από τον συντάκτη.

      Διαγραφή
    2. όσο για το sch στην ποντιακή διάλεκτο υπάρχει αυτο το παχύ s στην εκφορά. Τώρα δεν ξέρω εάν έχει προέλθει απο το ρωμαϊκό (λατινικό) ή το ελληνικό αλφάβητο!! :(
      ξέρουμε ότι η ποντιακή διάλεκτο ειναι κατα προσέγγιση 75% αρχαία!!!

      Διαγραφή
  4. Η αλήθεια είναι ότι είναι μία γλώσσα πολύ σημαντική και δυσκολη. Όσες φορές χρειάστηκα μετάφραση σε γερμανικά για τη δουλειά μου απευθύνθηκα σε εξιδικευμένη εταιρεία https://www.interpreters.gr/

    ΑπάντησηΔιαγραφή