Οι παρατηρήσεις και οι μελέτες
πολλών γλωσσολόγων έχουν οδηγήσει στην διαμόρφωση
ορισμένων θεωριών οι οποίες
σχετίζονται με την πρόσκτηση και την εκμάθηση των γλωσσών. Δύο από αυτές τις
θεωρίες είναι: α) η θεωρία της γλωσσικής ταυτότητας και β) η θεωρία της
γλωσσικής αντιπαράθεσης.
Θεωρία
της γλωσσικής ταυτότητας
Σύμφωνα με την θεωρία αυτή η
πρόσκτηση της πρώτης και της δεύτερης γλώσσας γίνεται με όμοιο τρόπο και
ενεργοποιούνται και στις δύο περιπτώσεις οι ίδιοι μηχανισμοί. Ο έμφυτος
μηχανισμός εκμάθησης της γλώσσας (LAD)
λειτουργεί κατά την πρόσκτηση και των δύο γλωσσών, με αποτέλεσμα τα στάδια
πρόσκτησης μιας γλώσσας, όπως επίσης και τα στάδια της άρνησης, να εμφανίζονται
με την ίδια περίπου σειρά. Έχει διαπιστωθεί όμως το ενδεχόμενο η μορφή των
σταδίων ανάμεσα στις δύο γλώσσες να ποικίλει.
Θεωρία
της γλωσσικής αντιπαράθεσης
Η θεωρία της γλωσσικής
αντιπαράθεσης, αντίθετα με την θεωρία της γλωσσικής ταυτότητας, υποστηρίζει,
ότι η εκμάθηση μιας δεύτερης γλώσσας επηρεάζεται και καθορίζεται από την πρώτη
γλώσσα. Τα στοιχεία της δομής της πρώτης γλώσσας μεταφέρονται και στην δεύτερη
γλώσσα με δύο πιθανά αποτελέσματα. Κατά την πρώτη περίπτωση, όπου η δομή των
δύο γλωσσών συμπίπτει, η μεταφορά των στοιχείων της δομής στην γλώσσα στόχου
είναι θετική. Συνεπώς διευκολύνεται η εκμάθηση της δεύτερης γλώσσας. Κατά την
δεύτερη περίπτωση, όπου υφίστανται διαφορές ως προς την δομή ανάμεσα στις δύο
γλώσσες, έχουμε αρνητική μεταφορά, με αποτέλεσμα να επιδεινώνεται η εκμάθηση
της γλώσσας στόχου. Η διαδικασία μεταφοράς στοιχείων της δομής ονομάζεται Transfer και το αποτέλεσμα Interferenz.
Διαφορές ανάμεσα στην Θεωρία
της γλωσσικής ταυτότητας και στην Θεωρία της γλωσσικής αντιπαράθεσης
Θεμελιώδης διαφορά
ανάμεσα στις δύο θεωρίες προκύπτει, καθώς η θεωρία της γλωσσικής ταυτότητας
υποστηρίζει, ότι η πρόσκτηση της πρώτης γλώσσας δεν επηρεάζει την
πρόσκτηση της δεύτερης, ενώ αντίθετα η θεωρία της γλωσσικής αντιπαράθεσης
πρεσβεύει την άποψη , ότι εκμάθηση της δεύτερης γλώσσας επηρεάζεται από την
εκμάθηση της πρώτης γλώσσας. Επιπλέον οι δύο θεωρίες διαφέρουν και στα εξής
τρία σημεία:
Η θεωρία της γλωσσικής
ταυτότητας σχετίζεται με την πρόσκτηση των γλωσσών, ενώ η θεωρία της
γλωσσικής αντιπαράθεσης με την εκμάθησή τους. Η θεωρία της γλωσσικής
ταυτότητας χωρίζει την διαδικασία της πρόσκτησης σε στάδια δίνοντας στοιχεία
για το καθένα από αυτά, ενώ η θεωρία της γλωσσικής αντιπαράθεσης δεν χωρίζει
την διαδικασία της εκμάθησης σε στάδια. Δίνει γενικά
χαρακτηριστικά. Στην θεωρία της γλωσσικής ταυτότητας ενεργοποιείται κατά την
πρόσκτηση των δύο γλωσσών ο έμφυτος μηχανισμός εκμάθησης της γλώσσας (LAD). Αντιθέτως το LAD στην θεωρία της γλωσσικής
αντιπαράθεσης δεν ενεργοποιείται καθόλου.
Θεωρία της γλωσσικής ταυτότητας
- Θεωρία της γλωσσικής αντιπαράθεσης (προτερήματα)
Παρά το γεγονός ότι η θεωρία
της γλωσσικής ταυτότητας έχει αμφισβητηθεί και δεν υποστηρίζεται πλέον από
κανέναν στην απόλυτή της μορφή, ωστόσο μπορούν να εντοπιστούν ορισμένα θετικά
χαρακτηριστικά στην θεωρία αυτή. Σύμφωνα λοιπόν με αυτήν την θεωρία
διαμορφώνονται ορισμένα στάδια κατά την πρόσκτηση των γλωσσών, τα οποία είναι
σχεδόν όμοια στην πρόσκτηση της κάθε γλώσσας. Η ύπαρξη αυτών των σταδίων μας
επιτρέπει να διαπιστώνουμε σε κάθε περίπτωση, αν η διαδικασία της πρόσκτησης
εξελίσσεται φυσιολογικά, βοηθώντας έτσι τον εντοπισμό κάποιου γλωσσικού
προβλήματος (βραδυγλλωσία, δυσλεξία), κυρίως στα παιδιά.
Ένα άλλο θετικό στοιχείο της
θεωρίας αυτής είναι το γεγονός ότι αφήνει περιθώρια διαφοροποίησης των σταδίων
αναγνωρίζοντας έτσι, ότι κάθε περίπτωση ατόμου δεν μπορεί να είναι απολύτως
όμοια με όλες τις άλλες περιπτώσεις. Δεν είναι συνεπώς μια άκρως απόλυτη
θεωρία.
Ένα από τα βασικότερα
προτερήματα της θεωρίας της γλωσσικής αντιπαράθεσης είναι, ότι αναγνωρίζει την
επιρροή που ασκεί η πρώτη γλώσσα στην εκμάθηση της δεύτερης γλώσσας. Η εκμάθηση
επομένως της δεύτερης γλώσσας είναι ευκολότερη, διότι η πρώτη γλώσσα λειτουργεί
ως θεμέλιο και ως βάση για την εκμάθηση της δεύτερης γλώσσας. Επομένως η
εκμάθηση μιας τρίτης γλώσσας θα είναι ακόμη πιο εύκολη τόσο από την εκμάθηση
της πρώτης όσο και της δεύτερης γλώσσας, διότι το άτομο θα έχει αποκτήσει
μεγαλύτερη υποδομή και θα διαθέτει πιο αυξημένες γλωσσικές ικανότητες.
Επιπλέον η θεωρία αυτή
αναγνωρίζει, ότι η μεταφορά στοιχείων της δομής από μια γλώσσα σε κάποια άλλη,
μπορεί να είναι τόσο θετική, όσο και αρνητική, να διευκολύνει δηλαδή ή να
δυσχεραίνει την εκμάθηση της δεύτερης γλώσσας.
Τέλος η θεωρία της γλωσσικής
αντιπαράθεσης αποδέχεται ότι τα λάθη που μπορούν να προκύψουν κατά την εκμάθηση
της γλώσσας στόχου, δεν προέρχονται πάντα από αρνητική μεταφορά της δομής της
πρώτης γλώσσας, αλλά μπορεί να οφείλονται και στην άγνοια συντακτικών ή
γραμματικών φαινομένων της γλώσσας στόχου.
Θεωρία της γλωσσικής ταυτότητας
- Θεωρία της γλωσσικής αντιπαράθεσης (ελαττώματα)
Το κυρίαρχο ελάττωμα της
Θεωρίας της γλωσσικής αντιπαράθεσης, είναι το γεγονός ότι έχει αποδειχθεί, πως
η πρώτη γλώσσα επιδρά στην εκμάθηση της δεύτερης γλώσσας, έχει αμφισβητηθεί
δηλαδή, η θεμελιώδης αρχή της θεωρίας αυτής.
Η θεωρία της γλωσσικής
ταυτότητας αφενός λάμβανε υπ` όψιν της ορισμένες διαφοροποιήσεις στα
στάδια ανάλογα με την κάθε περίπτωση, αφετέρου παρατηρήθηκε, ότι οι
διαφοροποιήσεις αυτές ήταν αρκετές ώστε να θέσουν την θεωρία αυτή υπό
αμφισβήτηση.
Επιπλέον η θεωρία αυτή δεν
λαμβάνει υπ` όψιν της στοιχεία που έχουν σχέση με το κάθε άτομο, όπως για
παράδειγμα, το περιβάλλον στο οποίο βιώνει, τα κίνητρά του, το γλωσσικό επίπεδο
των ανθρώπων που ζουν γύρω του, ή ακόμη και τον βαθμό ανάπτυξης της ευφυΐας
του.
Ορισμένα κενά όμως εντοπίζονται
και στην θεωρία της γλωσσικής αντιπαράθεσης. Το γεγονός ότι η θεωρία αυτή
ταυτίζει τις διαφορές της δομής μιας γλώσσας, με διαδικασίες του εγκεφάλου (Transfer, Interferenz) δεν μπορεί να θεωρηθεί σωστό,
διότι στην πρώτη περίπτωση έχουμε την διαδικασία και στην δεύτερη περίπτωση
έχουμε το αποτέλεσμα της διαδικασίας αυτής. Συνεπώς δεν μπορούμε να γνωρίζουμε
ποια ακριβώς διαδικασία ακολούθησε ο εγκέφαλος.
Κάποια επιπλέον αρνητικά
στοιχεία στην θεωρία αυτή είναι η έλλειψη διαχωρισμού ανάμεσα στην διδασκαλία
της γλώσσας και στην εκμάθησή της στο φυσικό της περιβάλλον. Σημαντικό είναι να
αναφερθεί, ότι οι διαφορές στην δομή ανάμεσα σε δύο γλώσσες δεν έχουν πάντα ως
αποτέλεσμα τα λάθη. Η δομή κάθε γλώσσας μπορεί να γίνει κατανοητή και να μην
υπάρξουν δυσκολίες. Το ενδεχόμενο αυτό δεν αναφέρει η θεωρία της γλωσσικής
αντιπαράθεσης, όπως επίσης και την περίπτωση κατά την ποία η έλλειψη διαφορών
στην δομή δεν διευκολύνει αλλά δυσχεραίνει την εκμάθηση της γλώσσας στόχου,
καθώς το άτομο πιστεύει, ότι πρέπει να
υπάρχει διαφορά στην δομή, εφόσον πρόκειται για μια άλλη γλώσσα, με
αποτέλεσμα να εκφράζεται λανθασμένα. Τέλος η θεωρία της γλωσσικής
αντιπαράθεσης δεν διαχωρίζει την εκμάθηση της γλώσσας σε στάδια.
Θετικά και αρνητικά στοιχεία
εντοπίζονται και στις δύο θεωρίες. Σήμερα οι γλωσσολόγοι, παρά τις όποιες
ελλείψεις, αποδέχονται κυρίως την θεωρία της γλωσσικής αντιπαράθεσης, καθώς
έχει αποδειχθεί, ότι ισχύει η βασική αρχή της θεωρίας αυτής, η επιρροή δηλαδή
της πρώτης γλώσσας στην εκμάθηση της γλώσσα στόχου.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου