"Ο ιδανικός δάσκαλος είναι εκείνος που γίνεται γέφυρα
για να περάσει αντίπερα ο μαθητής του κι όταν πια
του έχει διευκολύνει το πέρασμα, αφήνεται χαρούμενα
να γκρεμιστεί,ενθαρρύνοντας το μαθητή του
να φτιάξει δικές του γέφυρες" (Νίκος Καζαντζάκης)

Σάββατο 18 Ιανουαρίου 2014

Ομοιότητες και διαφορές της Γερμανικής και της Αρχαίας Ελληνικής γλώσσας

    Η εκμάθηση μιας ξένης γλώσσας θέτει πάντοτε τον μαθητή ενώπιον ιδιομορφιών, με τις οποίες πρέπει να συμφιλιωθεί. Σε ελαφρώς πλεονεκτικότερη θέση βρίσκεται ο μαθητής με γνώσεις από την μητρική του ή άλλη ξένη γλώσσα, οι οποίες ταυτίζονται με την γλώσσα στόχου και διευκολύνουν την εκμάθησή της.
    Όσον αφορά στην εκμάθηση της γερμανικής γλώσσας από Έλληνες, τίθεται πολλές φορές το ερώτημα: “Έχει η γερμανική γλώσσα ομοιότητες με την αρχαία ελληνική;” ή “Θα μάθω πιο εύκολα γερμανικά αν γνωρίζω αρχαία ελληνικά;” Για να απαντηθεί αυτό το ερώτημα είναι χρήσιμο να ανατρέξουμε σε βασικές δομές των δύο γλωσσών, όπως το συντακτικό, την γραμματική και το λεξιλόγιο.
    Ξεκινώντας με τις λεξιλογικές ομοιότητες των δύο γλωσσών θα πρέπει να αναφερθεί αρχικά, oτι επικρατούν δυο διαφορετικές απόψεις. Αρχικά μέρος της επιστημονικής κοινότητας αποδέχεται την χρήση μιας κοινής αρχέγονης γλώσσας, η οποία επηρέασε την εξέλιξη όλων των γλωσσών της Ευρώπης. Η κοινή αυτή γλώσσα ονομάζεται ινδοευρωπαϊκή και αντικειμενικά αποτελεί μια τεχνητή αναδόμηση που έγινε από γλωσσολόγους, ιστορικούς και αρχαιολόγους κυρίως του 19ου αιώνα. Στις γλώσσες που θεωρούνται απόγονοι της ινδοευρωπαϊκής ανήκει τόσο η ελληνική όσο και η γερμανική γλώσσα, γεγονός που έχει ως αποτέλεσμα την ύπαρξη λεξιλογικής συγγένειας μεταξύ των δύο γλωσσών. Η άλλη άποψη υποστηρίζει, ότι  οι λέξεις που οι ιστορικοί της γλώσσας παρουσιάζουν ως ινδοευρωπαϊκές είναι ελληνικές, που πέρασαν σε μητρικές μορφές της Γερμανικής είτε πριν από την κάθοδο ελληνικών φύλων στον ελλαδικό χώρο είτε από ελληνικά φύλα που παρέμειναν στην Ευρώπη. Σ’ αυτό συνηγορούν γλωσσοεξελικτικά δεδομένα των κοινών λέξεων, όπως και το γεγονός ότι δεν είναι σίγουρη η ύπαρξη μιας μητρικής ινδοευρωπαϊκής γλώσσας. Ερευνώντας πάντως τις λέξεις του γερμανικού λεξιλογίου μπορεί κανείς να διαπιστώσει, ότι πέρα από τις παγκοσμίως χρησιμοποιούμενες δάνειες λέξεις (Philosophie, Mathematik, Τheater κοκ), υπάρχουν και άλλες παραφθαρμένες λέξεις που ανάγονται στην Ελληνική.
Παραθέτοντας κάποιες από αυτές τις λέξεις παρατηρούμε τις ομοιότητες που έχουν με τις λέξεις της Ελληνικής:
Tier              θήρ (θηρίον)
wollen        βούλομαι (δωρ. βώλομαι, λατ. volo)
nehmen    (πάιρνω) < νέμειν 
mischen    (αναμειγνυω) < λατ. miscere < μίσγω ή μείγνυμι
Angst         (φόβος) < άγχω, άγχος
impfen       εμφυτεύω
     Είναι σημαντικό τέλος να αναφερθεί, ότι η επαφή με τους αρχαίους συγγραφείς και το Ευαγγέλιο, πλημμύρισε την γερμανική γλώσσα από ελληνικές λέξεις και επηρεάστηκε βαθιά από τη δομή της Ελληνικής. Περισσότερα από τα αυτούσια δάνεια είναι τα μεταφραστικά δάνεια από την Ελληνική, τα οποία, έστω και αθέατα, υποβοηθούν τη γλωσσική εκμάθηση.
     Συγκρίνοντας άλλους παράγοντες των γλωσσών, σε δομικό πλέον επίπεδο, μπορούμε να διαπιστώσουμε εντονότερα την σχέση μεταξύ των δύο γλωσσών. Ξεκινώντας με την γραμματική, παρατηρούμε ότι και οι δύο γλώσσες εμφανίζουν τρία γένη ουσιαστικών, αρσενικό, θηλυκό και ουδέτερο. Το σύστημα πτώσεων της γερμανικής γλώσσας μοιάζει αρκετά με αυτό της αρχαίας ελληνικής, όχι μόνο ως προς την ονομασία αλλά και ως προς τη χρήση (Nominativ, Genitiv, Dativ, Akkusativ για τα Γερμανικά και Ονομαστική, Γενική, Δοτική, Αιτιατική, Κλητική για τα Αρχαία Ελληνικά). Ομοιότητες παρατηρούνται επίσης και στην χρήση των εγκλίσεων, εφόσον και οι δύο γλώσσες διαθέτουν Οριστική, Προστακτική και Υποτακτική. Αναφορικά με τις μορφές του ρήματος διαθέτουν και οι δύο γλώσσες απαρέμφατα, μετοχές και βοηθητικά ρήματα. Η Αρχαία Ελληνική διαθέτει, όπως εξάλλου και η Γερμανική, σύστημα επιθετικών μετοχών που προσδιορίζουν τη δραστηριότητα ή την ιδιότητα του υποκειμένου τους. Και στις δυο γλώσσες, οι μετοχές αυτές μπορούν να αναλυθούν σε δευτερεύουσες αναφορικές προτάσεις.
  Ολοκληρώνοντας τις ομοιότητες που παρατηρούνται στην γραμματική των δυο γλωσσών είναι σημαντικό να συγκρίνουμε τον τρόπο κλίσης των ρημάτων με παράθεση καταλήξεων, οι οποίες είναι χαρακτηριστικές και διακριτές για κάθε πρόσωπο και αριθμό. Επίσης οι καταλήξεις μπορεί να προσδιορίσουν τον χρόνο, την έγκλισή και την διάθεση και στις δυο γλώσσες. Ως προς τη διάθεση του ρήματος στα Αρχαία Ελληνικά και τις αντίστοιχες φωνές της Γερμανικής μπορεί κανείς να πει ότι υπάρχει μέτρια σύγκλιση των δυο γλωσσών, δεδομένου ότι στην Ελληνική η χρήση της Παθητικής είναι περιορισμένη, ενώ οι διαθέσεις, ενεργητική και μέση, χρησιμοποιούνται περισσότερο για να αποδώσουν την σχέση ανάμεσα σε αυτόν που πράττει και την ενέργεια. Αντίθετα, στη Γερμανική η χρήση της Παθητικής είναι αρκετά διαδεδομένη, ιδιαίτερα όσον αφορά  στην επίσημη αλληλογραφία και κείμενα ανεβασμένου δομικού επιπέδου, ενώ διακρίνεται και η μορφή της Παθητικής της Κατάστασης, που δηλώνει το αποτέλεσμα της πράξης, αδιαφορώντας για το ποιητικό αίτιο ή το χρόνο περαίωσης της ενέργειας.
   Οι επιρροές στον χώρο της γραμματικής παρατηρούνται επίσης στην χρήση του αντικειμένου στη δοτική, είτε αυτό συνυπάρχει με αντικείμενο αιτιατικής (δίπτωτα ρήματα) στα λεκτικά ρήματα και στα ρήματα που εμπεριέχουν την έννοια "δίνω", είτε σε ρήματα με ένα και μόνο αντικείμενο δοτικής, όπως danken, gratulieren, raten κατά τα συγχαίρω, ευχαριστώ, συμβουλεύω, τα οποία στα Αρχαία συντάσσονταν με δοτική. Εδώ η Γερμανική υιοθετεί και διατηρεί την αρχαία δοτική, την οποία η Νέα Ελληνική αντικατέστησε με αιτιατική.
    Τέλος είναι χρήσιμο να παρατηρηθούν ορισμένες ομοιότητες και διαφορές όσον αφορά στο Συντακτικό των δύο γλωσσών. Μια σημαντική διαφοροποίηση είναι η θέση του ρήματος μέσα στην πρόταση.  Στα Ελληνικά η θέση του ρήματος είναι ελεύθερη ενώ αντιθέτως στα Γερμανικά ακολουθεί αυστηρούς κανόνες και είναι κατά κανόνα προβλέψιμη και εύκολα διδάξιμη. Σε μια γερμανική κύρια πρόταση, η θέση του κλινόμενου ρήματος είναι η δεύτερη, ενώ στην πρώτη θέση μπορεί να μπει οποιοδήποτε συντακτικό μέλος, ακόμα και δευτερεύουσα πρόταση. Αν υπάρχει άκλιτο συμπλήρωμα του ρήματος, παραδείγματος χάριν απαρέμφατο ή μετοχή, αυτό θα πάει στο τέλος της κύριας πρότασης. Στη δευτερεύουσα πρόταση, το κλινόμενο ρήμα πηγαίνει στο τέλος, ενώ το υποκείμενό του είναι πάντοτε αμέσως μετά τον σύνδεσμο που εισάγει τη δευτερεύουσα.
    Μια ομοιότητα μεταξύ των δύο γλωσσών έγκειται στην χρήση του ρήματος σε ενικό αριθμό με υποκείμενο σε πληθυντικό αριθμό, όταν αυτό βρίσκεται στον πληθυντικό ουδετέρου γένους, η λεγόμενη Αττική Σύνταξη (τά παιδία παίζει). Ανάλογη σύνταξη έχει και η λέξη alles (όλα-πληθυντικός ουδετέρου γένους), η οποία συντάσσεται πάντοτε με ρήμα σε ενικό αριθμό (Alles ist gut).

    Συνοψίζοντας όλες αυτές τις παρατηρήσεις θα μπορούσε κανείς να ισχυριστεί ότι υπάρχουν αρκετοί κοινοί τόποι μεταξύ των δύο γλωσσών, γεγονός που ευνοεί ως έναν βαθμό τον γνώστη της Αρχαίας Ελληνικής κατά την εκμάθηση της γερμανικής γλώσσας.

5 σχόλια:

  1. πολύ έυστοχο! μαθαίνω γερμανικά και μπορώ να πω ότι αυτά πραγματικά ισχύουν και παρατηρώ ένα συγκριτικό πλεονέκτημα έναντι άλλων μαθητών από άλλες χώρες. Μου κάνει εντύπωση το πόσες λέξεις μήπως υπάρχει κάπου ένας πίνακας με τις ελληνικές που είναι ίδιες στα γερμανικά?
    ευχαριστώ

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  2. Πολύ ενδιαφέρον! Έχω ξεκινήσει κι εγώ μαθήματα γερμανικών καθώς έρχομαι σε επαφή στη δουλειά μου με πολλούς γερμανόφωνους και χρειάζεται συχνά να δημιουργήσουμε κείμενα στα γερμανικά. Μέχρι στιγμής έχω απευθυνθεί για μετάφραση σε μία εξιδικευμένη εταιρία και είμαι πολύ ευχαριστημένη https://www.interpreters.gr/

    ΑπάντησηΔιαγραφή